- σάθων
- -ωνος, ὁ, Α1. (υποκόρισμα που έλεγαν οι τροφοί στα μικρά αρσενικά παιδιά) αυτός που έχει μεγάλο πέος2. (ώς κύριο όν.) Σάθωντίτλος έργου τού Αντισθένους εναντίον τού Πλάτωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάθη «ανδρικό μόριο» + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. πόσθ-ων, πόρδ-ων)].
Dictionary of Greek. 2013.